- ερυσιπελατόχρους
- ἐρυσιπελατόχρους, -ουν (Μ)αυτός που έχει το χρώμα τού ερυσιπέλατος, ο ερυσιπελατώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυσίπελας, -ατος + -χρους < -χροος < χρως «χρώμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυσιπέλαντος — ον, Α πιθ. αυτός που έχει το χρώμα ερυσιπέλατος, ο ερυσιπελατόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + θ. πελ (βλ. λ. πέλμα), πρβλ. ἐρυσί πελας, ατος] … Dictionary of Greek